ἔφυγρος
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
ἔφυγρον, moist on the surface, Arist.Pr.935a28; ὀμφαλοί ib.896a17: Comp., τὰ ἐφυγρότερα Thphr. CP 2.4.7.
German (Pape)
[Seite 1123] etwas feucht, Theophr.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἔφυγρος: -ον, ὑγρὸς ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, Ἀριστ. Προβλ. 9. 46., 23. 34, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔφυγρος, -ον)
υγρός στην επιφάνεια, νοτισμένος («ἔφυγροι ὀμφαλοί», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑγρός.