κροκονητική
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
(sc. τέχνη), ἡ, (κρόκη 1.1) the art of spinning the woof, opp. στημονονητική, Pl.Plt. 283a.
German (Pape)
[Seite 1512] ἡ, sc. τέχνη, die Kunst, den Faden des Einschlags zu spinnen, Plat. Polit. 282 e.
Greek Monolingual
κροκονητική, ἡ (Α)
η τέχνη της κλώσης του υφαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «υφάδι» + -νητική (< νέω [II] «κλώθω»), πρβλ. στημονονητική].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροκονητική -ῆς, ἡ [κρόκη, νέω] de kunst van het spinnen van de inslagdraad.