ληρώδης
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
ληρώδες, frivolous, silly, Pl.Tht. 174d, Arist.Rh.1414b15, BGU1011 ii 15 (ii B.C.), Phld.Ir.p.16 W., cj. in Lucil.187 Marx.
German (Pape)
[Seite 40] ες, possenhaft, schwatzhaft, läppisch; Plat. Theaet. 174 d; Arist. rhet. 3, 13, 2 H. A. 6, 31 u. Sp. – Adv., Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
sot, bavard, radoteur.
Étymologie: λῆρος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ληρώδης: пустой, вздорный (sc. ἀνήρ Plat.; κενὸς καὶ λ. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ληρώδης: -ες, (εἶδος) μάταιος, μωρολόγος, ἀνόητος, Λατ. nugatorius, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 5. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 181.
Greek Monolingual
-ες (Α ληρώδης, -ῶδες) [[[λήρος]] (Ι)]
μωρολόγος, ανόητος, φλύαρος («τῷ ὄντι γελῶν ἔνδηλος γιγνόμενος ληρώδης δοκεῖ είναι», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ληρώδης: -ες (εἶδος), μάταιος, ανόητος, σε Πλάτ., Αριστ.
Middle Liddell
ληρ-ώδης, ες εἶδος
frivolous, silly, Plat., Arist.