ὑψίζυγος

From LSJ
Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐζῠγος Medium diacritics: ὑψίζυγος Low diacritics: υψίζυγος Capitals: ΥΨΙΖΥΓΟΣ
Transliteration A: hypsízygos Transliteration B: hypsizygos Transliteration C: ypsizygos Beta Code: u(yi/zugos

English (LSJ)

ὑψίζυγον, prop. of a rower, sitting high on the benches: metaph. of Zeus, high-throned, Il.4.166, 7.69, al., Hes. Op. 18, B.10.3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
assis sur un trône (litt. sur un banc de rameur) élevé, ép. de Zeus.
Étymologie: ὕψι, ζυγόν.

German (Pape)

eigtl. vom Sitze der Ruderer, hoch od. oben auf der Ruderbank sitzend, übertragen als Beiwort des Zeus, der hoch waltende, der zuoberst am Steuer sitzt und Alles lenkt, Il. 4.166, 7.69, 11.544, 18.185, Hes. O. 18.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίζῠγος: высоко восседающий (Ζεύς Hom., Hes.; Κρονίδης Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίζυγος: -ον, κυρίως ἐπὶ κωπηλάτου, ὁ καθήμενος ὑψηλὰ ἐπὶ τῶν ζυγῶν· ἀκολούθως μεταφορ. ἐπὶ τοῦ Διός, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ὁ κυβερνῶν τὰ πάντα, Ἰλ. Δ. 166, Ζ. 69, κ. ἀλλ., Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 18.

English (Autenrieth)

on the high rower's bench, high at the helm, high-throned, high-ruling. (Il.)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. (για κωπηλάτη) αυτός που κάθεται ψηλά στα εδώλια της κωπηλασίας
2. (για τον Δία) μτφ. αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά, που κυβερνά από ψηλάΖεὺς δὲ σφι Κρονίδης ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. πολύζυγος].

Greek Monotonic

ὑψίζῠγος: -ον (ζυγόν), λέγεται για κωπηλάτη, αυτός που κάθεται σε υψηλή θέση, κάθισμα· λέγεται για τον Δία, υψηλόθρονος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

ὑψί-ζῠγος, ον, ζυγόν
of a rower, sitting high on the benches; of Zeus, high-throned, Il., Hes.