γυλλός
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
ὁ, block of stone, Schwyzer 725 (Milet., vi B. C.), SIG57.25 (Milet., V B.C.); also γυλλοί· στολμοί, Hsch.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
bloque de piedra cúbica de carácter sagrado δύο γυλλοὶ σταθμένοι Milet 1(3).31a.2 (VI a.C.), 1(3).133.25 (V a.C.), cf. Hsch., cf. γυαλός.
• Etimología: Algunos ven un prést. sem., cf. hebr. golel ‘piedra que rueda’.
Greek Monolingual
γυλλός, ο (Α)
πλάκα, συνήθως μαρμάρινη, για επένδυση τοίχων ή επίστρωση δαπέδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γυλλός απαντά σε επιγραφές της Μιλήτου και δηλώνει τις ιερές πέτρες που μεταφέρθηκαν σε μια πομπή προς τιμήν του Απόλλωνος. Η ετυμολ. της λέξεως είναι άγνωστη, αν και έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. gōlēl «κυλιόμενη πέτρα»)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: meaning unclear, block of stone (Milete VI-Va) carried in a procession for Apollo (Nisson, Gr. Rel. 1,189); κύβος, η τετράγωνος λίθος H.; γυλλοί στολμοί H. (Latte: corrupt).
Derivatives: γύλλινα ἐρείσματα, γεῖσοι H. On γυλλάς εἶδος ποτηρίου, παρὰ Μακεδόσιν, γύλλιον ἀγγεῖον πλεκτόν H. s.s.v. γυλιός.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. Lewy KZ 55, 72f. connects Hebr. gōlēl Rollstein.
Frisk Etymology German
γυλλός: (Milet VI-Va),
{gullós}
Grammar: m.
Meaning: Bed. unsicher, Steinblock?, Steinwürfel?; nach H. κύβος, ἢ τετράγωνος λίθος; daneben γυλλοί· στολμοί H. (von Latte als korrupt angesehen).
Derivative: Davon γύλλινα· ἐρείσματα, γεῖσοι H.; dagegen γυλλάς· εἶδος ποτηρίου, παρὰ Μακεδόσιν, γύλλιον· ἀγγεῖον πλεκτόν H. wohl zu γυλιός, s. d.
Etymology: Ohne Etymologie. Lewy KZ 55, 72f., der an hebr. gōlēl Rollstein erinnert, erwägt semitische Herkunft.
Page 1,332