ἀπαγγελτήρ
From LSJ
ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
English (LSJ)
ἀπαγγελτῆρος, ὁ, one who reports, messenger, Phryn. Trag.(?) ap.Phot.p.154 R.: metaph. of a cork, ἀ. κύρτου AP6.5 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
mensajero c. gen. ἐσθλῶν ἀπαγγελτῆρα μᾶλλον ἢ κακῶν Phryn.Trag.16a, cf. Orac.Sib.7.83
•fig. que avisa del corcho de las redes de pescar ἀ. κύρτου AP 6.5 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 273] ῆρος, ὁ, Verkündiger, κύρτου φελλός Philp. 22 (VI, 5).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui vient annoncer, messager.
Étymologie: ἀπαγγέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαγγελτήρ: ῆρος ὁ вестник, перен. знак Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαγγελτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ποιῶν γνωστόν, ὁ δεικνύων, ἀπαγγελτῆρά τε κύρτου φελλὸν Ἀνθ. Π. 6. 5.
Greek Monotonic
ἀπαγγελτήρ: -ῆρος, ὁ, αγγελιαφόρος, αυτός που ανακοινώνει, που γνωστοποιεί, σε Ανθ.