ἐκλείχω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
lick up, of taking honey, Hp.Acut.56, cf.Ph.1.458,527: —Pass., to be taken as an electuary (ἐκλεικτόν), Dsc.1.72,2.158.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐγλ- Suppl.Mag.75.3
1 lamer, chupar μέλι Hp.Acut.56, ref. a la toma de medicamentos en electuario, Hp.Acut.(Sp.) 64, PSI Medic.3.16, 19, en v. pas., Dsc.1.72, 2.158
•en textos mág. lamer, pasar la lengua por un escrito o fórmula mág. para succionar su poder ϊ εε οο ϊαϊ. τοῦτο ἔκλειχε PMag.4.788, τὸ ὄνομα PMag.7.523, cf. 13.1051, Suppl.Mag.l.c.
2 fig. lamer del todo, consumir, arrasar νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, ὡς ἐκλείξαι ὁ μόσχος τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου LXX Nu.22.4, τὸ πρόσωπον τῆς γῆς LXX Iu.7.4, en v. pas. LXX Ep.Ie.19.3.
3 chupetear con deleite como etim. alegór. de Ἀμαλήκ: λαὸς ἐκλείχων ‘pueblo entregado al deleite’, Ph.1.458, 527.
German (Pape)
[Seite 767] aus-, auflecken, LXX., Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλείχω: λείχω ἔκ τινος, ἀπολείχω, ἐσθίω λείχων τι, εἰ ὁκόσον μέλι ἐκλείχοι Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 393· κατατρώγω, καταβιβρώσκω, «νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, ὡσεὶ ἐκλείξαι ὁ μόσχος τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου» Ἑβδ. (Ἀριθμ. Δ΄, 4): - Παθ. λαμβάνομαι ὡς ἐκλεικτόν, ἐκλειχομένη κυάθου πλῆθος μετὰ μέλιτος Διοσκ. 1. 94., 3, 44.
Greek Monolingual
ἐκλείχω (AM)
γλείφω
αρχ.
1. κατατρώγω
2. (για φάρμακα) ἐκλείχομαι
λαμβάνομαι σε μορφή εκλείγματος.
Léxico de magia
lamer una hoja ἔκλειχε (τὸ φύλλον), ἵνα φυλακτηριασθῇς lame la hoja para que estés protegido por un amuleto P IV 789 ταῦτα εἴπας γʹ ἔκλειξον τὸ φύλλον después de decir esto tres veces, lame la hoja P XIII 1051 una lámina τελεῖται ἡλίοις τῆς ιγʹ αὕτη ἡ τελετὴ τοῦ χρυσοῦ πετάλου ἐκλειχομένου este rito mágico se realiza a los soles del día décimo tercero, lamiendo la lámina de oro P XIII 889 P XIII 898 un nombre escrito ἐκλείξας τὸ ὄνομα ἔκβαλε (τὸ ὠόν) κατάξας después de lamer el nombre tira el huevo y rómpelo P VII 523 SM 75 3 (fr. lac.)