ἀνενεργησία
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ἡ, want of exercise, Sor.1.106; inactivity, Alex.Aphr.de An.74.27; as criticism of Sceptics by Stoics, Stoic.2.36.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 inactividad, falta de ejercicio físico Sor.80.14, Alex.Aphr.de An.74.27
•inactividad, serenidad en el bautismo τῆς ἐνθέου ζωῆς Dion.Ar.EH M.3.396A, esp. de la contemplación, Dion.Ar.Myst.M.3.1001A.
2 pasividad, inacción de los estoicos, Chrysipp.Stoic.2.36, en los escritos de los epicúreos, Phld.AS p.101.
German (Pape)
[Seite 223] ἡ, die Unwirksamkeit, Sext. Emp.
Russian (Dvoretsky)
ἀνενεργησία: ἡ бездеятельность Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενεργησία: ἡ, κατάστασις τοῦ ἀνενεργοῦς, τὸ μὴ ἀποτελεσματικόν, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 161.
Greek Monolingual
η (AM ἀνενεργησία)
1. η απραξία, η αδράνεια
2. Θεολ. η αποφυγή της πολυπραγμοσύνης, η χριστιανική γαλήνη και ηρεμία
μσν.
η έλλειψη αποτελεσματικότητας, η αδυναμία
αρχ.
η έλλειψη άσκησης, προετοιμασίας.