πολυχρώματος

From LSJ
Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχρώμᾰτος Medium diacritics: πολυχρώματος Low diacritics: πολυχρώματος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polychrṓmatos Transliteration B: polychrōmatos Transliteration C: polychromatos Beta Code: poluxrw/matos

English (LSJ)

πολυχρώματον, = πολύχροος (many-coloured, many-colored, variegated), Pl. ap. Poll.4.48, Str. 15.1.22, Ph.1.383.

German (Pape)

[Seite 677] = πολύχροος, Strab. XV.

Russian (Dvoretsky)

πολυχρώμᾰτος: Plat. = πολύχροος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, Πλάτων παρὰ Πολυδ. Δ΄, 48, Στράβ. 694.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυχρώματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. λευκοχρώματος].

Greek Monotonic

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολυχρώμᾰτος, ον, = πολύχροος, Strab.]