σύννυμφος
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
English (LSJ)
ἡ, husband's brother's wife, LXX Ru.1.15, KeilPremerstein Zweiter Bericht No.128 (Attaleia, ii A.D.), Eust.648.43.
German (Pape)
[Seite 1028] mit vermählt, E. M., LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σύννυμφος: ἡ, πληθ. αἱ σύννυμφοι, αἱ σύζυγοι δύο ἀδελφῶν, κοινῶς «συννυφάδες», «Αἴλιος δὲ Διονύσιος οὕτω φράζει: ‘‘εἰνάτερες ἐν ταῖς ἀλλήλων ἀδελφοῖς γεγαμημέναι, ἃς συννύμφους τινές φασιν’’» Εὐστ. 648. 43, Βυζ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
συνυφάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. παρά-νυμφος].