ἑρκάνη
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ἡ
A, (ἕρκος) fence, enclosure, Ael.Dion.Fr.179; stall, pen, Them.Or.23.292a.
German (Pape)
[Seite 1031] ἡ, Umzäunung, Themist. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρκάνη: ἡ, (ἕρκος, εἵργω) φραγμός, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 969. 2. 1578. 21· μάνδρα, Θεμίστ. 292Α.
Greek Monolingual
η (AM ἑρκάνη) έρκος
νεοελλ.
1. ναυτ. ξύλινος ή σιδερένιος χειραγωγός που περικλείει τα κιγκλιδώματα τών ιστών, γεφυρών κ.λπ. τών πλοίων
2. λιθόκτιστο ή ξύλινο φράγμα κατά μήκος του κρηπιδώματος μιας παραλίας ή ενός ποταμού
αρχ.
1. φραγμός, μάντρα.