προδικάζω

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδῐκάζω Medium diacritics: προδικάζω Low diacritics: προδικάζω Capitals: ΠΡΟΔΙΚΑΖΩ
Transliteration A: prodikázō Transliteration B: prodikazō Transliteration C: prodikazo Beta Code: prodika/zw

English (LSJ)

judge beforehand, Ph.1.603:—Med., Poll.8.24:—Pass., δίκας τὰς προδεδικασμίνας IG5(2).343.15 (Orchom. Arc., iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 716] vorher richten (?).

Greek (Liddell-Scott)

προδῐκάζω: δικάζω, κρίνω πρότερον, Φίλων 1. 603. ― Μέσ., Πολυδ. Η΄, 24.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
δικάζω, κρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων («δίκας τὰς προδεδικασμένας», επιγρ.)
νεοελλ.
1. εκφέρω γνώμη για ένα ζήτημα του οποίου η έκβαση δεν είναι ακόμη γνωστή, προεξοφλώ.