ἀντιρρέπω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
counterpoise, balance, A.Ag.574; τινί Hp.Art.4: metaph., vacillate, ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος Ph.2.170, etc.
Spanish (DGE)
1 hacer contrapeso, compensar abs. πῆμα δ' οὐκ ἀντιρρέπει el dolor no inclina la balanza A.A.571
•c. dat. αὐτῷ Hp.Art.4.
2 fig. vacilar ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος Ph.2.170.
French (Bailly abrégé)
faire contrepoids.
Étymologie: ἀντί, ῥέπω.
German (Pape)
das Gleichgewicht halten, νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ' οὐκ ἀντιρρέπει Aesch. Ag. 560. Vgl. ἀντίρροπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιρρέπω: уравновешивать: οὐκ ἀ. Aesch. быть легче по весу или меньше.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιρρέπω: ῥέπω εἰς τὸ ἕτερον μέρος, κάμνω τὴν πλάστιγγα νὰ κλίνῃ πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ’ οὐκ ἀντιρρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 574· τινὶ Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782: μεταφ., ἀμφιταλαντεύομαι, ἐπαμφοτερίζων δὲ τὴν γνώμην καὶ ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος ἀντιρρέπων Φίλων 2. 170, κτλ.: πρβλ. ἀντίρροπος.
Greek Monolingual
ἀντιρρέπω (Α)
1. ρέπω προς το αντίθετο μέρος
2. ισορροπώ.
Greek Monotonic
ἀντιρρέπω: μέλ. -ψω, ρέπω προς τη μια μεριά, αντισταθμίζω, ισοφαρίζω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
to counterpoise, balance, Aesch.