μελανός
English (LSJ)
μελανή, μελανόν, = μέλας, Gp.7.15.6, Stad.57: neut. μελανόν, τό, black pigment, Sammelb.2251 (iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνός: -ή, -όν, = μέλας, Γεωπ., κτλ., ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 139, καὶ ἴδε μέλας ἐν τέλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM μελανός, -ή, -όν, Μ και μελενός, -ή, -ον)
μέλας, μαύρος
νεοελλ.
1. μελανωπός, μελανιασμένος, μαυρειδερός
2. φρ. α) «μελανό σημείο»
μτφ. η δυσάρεστη, κακή πλευρά ενός έργου, μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης
β) «μελανός νάνος»
αστρον. ουράνιο σκοτεινό σώμα με μικρή μάζα και πολύ μεγάλη πυκνότητα, η θερμοκρασία του οποίου είναι τόσο χαμηλή ώστε να αποκλείεται η πραγματοποίηση θερμοπυρηνικών αντιδράσεων, γι' αυτό και θεωρείται ως τελευταίο στάδιο της εξέλιξης ενός αστέρα
νεοελλ.-μσν.
μτφ. δυσάρεστος, δυσοίωνος, κακός
μσν.
1. δυσβάσταχτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελανόν
πένθιμο ένδυμα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. μαύρη βαφική ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος, κατά τα αργυρός, λευκός, χρυσός.
German (Pape)
= μέλανος.