συστρατεία
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ἡ, common campaign, X.HG3.1.6, D.C.40.7, al.: pl., alliances, Aeschin.Ep.11.12 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 1045] ἡ, gemeinschaftlicher Feldzug, Kriegsdienst, Xen. Hell. 3, 1, 6 u. Sp., wie D. Cass.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
service de guerre ou campagne en commun avec.
Étymologie: συστρατεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συστρατεία -ας, ἡ [συστρατεύω] het meedoen aan een veldtocht.
Russian (Dvoretsky)
συστρᾰτεία: ἡ совместное участие в походе или совместная военная служба Xen.
Greek Monolingual
ἡ, Α συστρατεύω
1. κοινή εκστρατεία
2. συμμαχία.
Greek Monotonic
συστρᾰτεία: ἡ, κοινή εκστρατεία, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συστρᾰτεία: ἡ, κοινὴ ἐκστρατεία, Ξεν. Ἑλλην. 3, 1, 6, Δίων Κ. 40, 7.