ἰθυωρίη
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
[ῑθ], ἡ, Ion. for εὐθυωρία, direction, straightness, of a limb, etc., Hp.Off.15 (pl.), Fract.30, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυωρίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ εὐθυωρία, ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ θέσις μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746.
Greek Monolingual
ἰθυωρίη, ἡ (Α)
ιων. τ. ευθυωρία, φυσική ή φυσιολογική διεύθυνση ή θέση μέλους του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευθυωρία].