ἰθυωρίη

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθῠωρίη Medium diacritics: ἰθυωρίη Low diacritics: ιθυωρίη Capitals: ΙΘΥΩΡΙΗ
Transliteration A: ithyōríē Transliteration B: ithyōriē Transliteration C: ithyorii Beta Code: i)quwri/h

English (LSJ)

[ῑθ], ἡ, Ion. for εὐθυωρία, direction, straightness, of a limb, etc., Hp.Off.15 (pl.), Fract.30, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυωρίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ εὐθυωρία, ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ θέσις μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746.

Greek Monolingual

ἰθυωρίη, ἡ (Α)
ιων. τ. ευθυωρία, φυσική ή φυσιολογική διεύθυνση ή θέση μέλους του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευθυωρία].