ἄβρωμος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ἄβρωμον, free from smell, Diph.Siph. ap. Ath.8.355b, Xenocr. 9, Dsc.1.16, Aët.9.1. (ἄβρομος is a common v.l.)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἄβρο- Xenocr.6
que no tiene mal olor ἰχθύδια Diph.Siph. en Ath.355b, cf. 90f, Xenocr.l.c., Dsc.2.33, Aët.9.1, κόστος Dsc.1.16.
• Etimología: Cf. βρῶμος.
German (Pape)
[Seite 5] ohne üblen Geruch, von Fischen, κώβιοι Athen. VIII 355 b; σπάρος ibd.; κτένες III, 90 e; Gegensatz βρωμώδης.
Greek (Liddell-Scott)
ἄβρωμος: -ον, ἄνευ κακῆς ὀσμῆς, Δίφ. Σίφν. παρ’ Ἀθ. 355Β, ἰχθύδια ἄβρωμα.