κρυφιότης
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
-ητος, ἡ, secrecy, obscurity, Suid. s.v. ἀδηλία, Sch.Opp.H.2.258, Sch.E.Ph.1214.
German (Pape)
[Seite 1516] ητος, ἡ, die Heimlichkeit, Verborgenheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῠφιότης: -ητος, ἡ, ἰδιότης τοῦ κρυφίου, μυστικότης, Διον. Ἀρεοπ. σ. 8, 13, 18, κτλ., Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀδηλία, κλ.
Greek Monolingual
κρυφιότης, -ητος, ή (AM) κρύφιος
μυστικότητα.