σειραίνω
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
(Σείριος) dry up by heat, parch, Orus ap. EM710.22; cf. σειριάω, σειρεόω, and σειρόω.
German (Pape)
[Seite 868] auch σειρέω (?), durch Hitze austrocknen, dörren, Sp.; σεσειρέναι Schol. Luc. V. H. 1, 16 ist f.l. für σεσηρέναι, s. Schol. Ap. Rh. 2, 517, wie E. M. 710, 22.
Greek (Liddell-Scott)
σειραίνω: (Σείριος) ξηραίνω διὰ τῆς θερμότητος, καταξηραίνω, στεγνώνω, παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ. 710. 22· πρβλ. σειριάω· τύπος τις σειρεόω, παρ’ Ἱππ. 49. 21 εἶναι λίαν ἀμφίβολ.· πρβλ. σειρόω.