ἡμέρωμα

From LSJ
Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμέρωμα Medium diacritics: ἡμέρωμα Low diacritics: ημέρωμα Capitals: ΗΜΕΡΩΜΑ
Transliteration A: hēmérōma Transliteration B: hēmerōma Transliteration C: imeroma Beta Code: h(me/rwma

English (LSJ)

-ατος, τό, cultivated plant, Thphr. CP 5.6.8 (pl.), prob. in HP1.7.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1166] τό, das Gezähmte, Cultivirte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμέρωμα: τό, καλλιεργημένον φυτόν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 6. 8, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

και μέρωμα, το (Α ἡμέρωμα) ημερώνω
νεοελλ.
εξημέρωση, καταπράυνση, κατευνασμός
αρχ.
το φυτό που έχει εξημερωθεί με καλλιέργεια, το καλλιεργημένο φυτό.