αἰγίοχος
English (LSJ)
αἰγίοχον, (ϝέχω = veho) aegis-bearing, epithet of Zeus, Il.2.375, al., Alc.85, Emp.142, etc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui tient l'égide (Zeus).
Étymologie: αἰγίς, ἔχω.
German (Pape)
die Ägis haltend, Hom. nur Beiw. des Zeus, s. αἰγίς; meist in der Form αἰγιόχοιο, oft αἰγιόχοιο Διός z.B. Il. 1.202, 222 und Διὸς αἰγιόχοιο z.B. 2.348, 491, 598, 787, Διὸς γόνον αἰγιόχοιο Il. 5.635, Δ. δόμον αἰγ. 8.375, Δ. παῖς αἰγ. 13.825, Δ. κτύπον αἰγ, 15.379, Δ. τέρας αἰγ. Il. 5.742, 12.209, Od. 16.320, Δ. νόον (-ος) αἰγ. Il. 14.160, 252, 15.242, Od. 5.103, 137, 24.164, Διὸς κρείσσων νόος αἰγιόχοιο Il. 17.176; andere Formen nur viermal, Διὸς αἰγιόχου Od. 9.275, αἰγίοχος Κρονίδης Ζεύς Il. 2.375, Ζεύς τ' αἰγίοχος Il. 8.287, Od. 15.245. – sp.D. auch Athene.
Russian (Dvoretsky)
αἰγίοχος: ὁ щитодержец (эпитет Зевса) Hom., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγίοχος: -ον, ὁ τὴν αἰγίδα φέρων, ἐπώνυμον τοῦ Διός, Ὅμ., βραδύτερον δὲ καὶ τῆς Ἀθηνᾶς.
English (Autenrieth)
(ἔχω): aegis-holding, epithet of Zeus.
Greek Monotonic
αἰγίοχος: -ον (ἔχω), αυτός που κρατά την αιγίδα, λέγεται για τον Δία, σε Όμηρ.
Middle Liddell
[ἔχω]
Aegis-bearing, of Zeus, Hom.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού φέρει τήν αἰγίδα, ἐπώνυμο τοῦ Δία καί κατόπιν τῆς Ἀθηνᾶς). Σύνθετο ἀπό τό αἰγίς + ἔχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἀΐσσω καί ἔχω.