ἰσοτράπεζος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
[ᾰ], ον, equal to the table, i.e. large enough to fill it, κάκκαβος Antiph.182.2, cf. Philox.2.15.
German (Pape)
[Seite 1267] dem Tische gleich an Größe; κάραβος Antiphan. bei Ath. IV, 169 e; Philox. ib. 147 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοτράπεζος: -ον, ἴσος πρὸς τὴν τράπεζαν, δηλ. ἀρκούντως μέγας ὥστε νὰ γεμίσῃ αὐτήν, κάκκαβος Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 1, Φιλόξ. 2, 15.
Greek Monolingual
ἰσοτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που έχει μέγεθος ίσο με το μέγεθος τραπεζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλιτράπεζος, φιλοτράπεζος].