κάνναβος
From LSJ
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
English (LSJ)
ἡ,
A = κάνναβις, Poll.10.176.
II v. κάναβος.
German (Pape)
[Seite 1321] ἡ, dasselbe, Poll. 10, 176 neben κάνναβις. S. auch κάναβος.
French (Bailly abrégé)
c. κάναβος.
Greek (Liddell-Scott)
κάνναβος: ἡ, = τῷ προηγ., Πολυδ. Ι΄, 176. ΙΙ. διάφ. γραφ. ἀντὶ κάναβος.
Greek Monotonic
κάνναβος: ἡ, = κάναβος.