μέθυσμα
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
-ατος, τό, an intoxicating drink, LXX 1 Ki.1.15, Je.13.13, Ph.1.324, al.: metaph., ib.296.
German (Pape)
[Seite 114] τό, ein berauschender Trank, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
μέθυσμα: τό, ποτὸν μεθυστικόν, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 15, Ἰερ. ΙΓ΄, 13).
Greek Monolingual
μέθυσμα (ΑM, Μ και μέθυσμαν, τὸ) μεθύω
μέθη, μεθύσι
αρχ.
μεθυστικό ποτό.