ἐνδείκτης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, ὁ, informer, complainant, UPZ69.4 (ii B.C.), LXX 2 Ma.4.1, Philostr. VS2.29.
Spanish (DGE)
-ου
• Grafía: graf. -δικ- UPZ 69.4, 7 (II a.C.)
1 que muestra, revelador c. gen. τούτου Oenom.15.3, ὁ ἀπόστολος ... ἐ. τῆς ἀληθείας A.Thom.A 79, cf. Pall.Gent.Ind.2.55
•ἐ· ostentator, Gloss.2.297.
2 denunciante, informador, delator, UPZ 69.4, 7 (II a.C.), c. gen. obj. τῶν χρημάτων καὶ τῆς πατρίδος LXX 2Ma.4.1, al servicio del emperador, Philostr.VS 621, cf. PBodl.149.4 (I/II d.C.), Zonar.
German (Pape)
[Seite 832] ὁ, der Anzeiger, Ankläger, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδείκτης: -ου, ὁ, μηνυτής, κατήγορος, τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν ἐνδεικτῶν Φιλόστρ. 621· ἐπὶ καλῆς σημασ., ὁδηγός, τούτου γενέσθαι ἐνδείκτην Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 5. σ. 215A.
Greek Monolingual
ο (Α ἐνδείκτης)
νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων οργάνων (καθοδικών σωλήνων) ραδιοηλεκτρικών συσκευών, που χρησιμεύουν ως δείκτες σημάτων φωτός και ήχου
2. φρ. «ενδείκτης ύψους και πυροσωλήνα» — όργανο για τον καθορισμό της διεύθυνσης της αντιαεροπορικής βολής
αρχ.
1. κατήγορος
2. οδηγός, οδηγητής.