μονόμαλλος

From LSJ
Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόμαλλος Medium diacritics: μονόμαλλος Low diacritics: μονόμαλλος Capitals: ΜΟΝΟΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: monómallos Transliteration B: monomallos Transliteration C: monomallos Beta Code: mono/mallos

English (LSJ)

μονόμαλλον, of pure wool (sc. χιτών), POxy.109.2 (iii/iv A. D.), cf. Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

μονόμαλλος: -ον, ἐκ μαλλοῦ μόνον, ὁλόμαλλος, μονόμαλλος χιτὼν Πάπυρ. Ὀξυρύγχ. ὑπὸ Grenfell καὶ Hunt 109, 2.

Greek Monolingual

μονόμαλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί μόνο από μαλλί, ολόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μαλλός (πρβλ. βαθυμαλλος, δασύμαλλος)].