εὔφραστος

Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εὔφραστον, (φράζω) easy to make intelligible, Arist.Rh.1407b12; distinct, ὀπωπή D.P.171.

German (Pape)

[Seite 1107] leicht zu bemerken, wahrzunehmen, ὀπωπή D. Per. 171; leicht zu verstehen, oder leicht auszusprechen, neben δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον Arist. rhet. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à expliquer, à exprimer.
Étymologie: εὖ, φράζω.

Greek Monolingual

εὔφραστος, -ον (Α)
1. ευκολοπρόφερτος, και κατ' επέκτ. ευνόητος, κατανοητός, καταληπτός («δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», Αριστοτ.)
2. σαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φραστος (< φράζω «ομιλώ, λέγω»), πρβλ. άφραστος, πολύφραστος].

Greek Monotonic

εὔφραστος: -ον (φράζω), εύκολος στην προφορά ή στην έκφραση, ευπρόφερτος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὔφραστος: легко выразимый, удобопроизносимый (τὸ γεγραμμένον Arst.).

Middle Liddell

εὔ-φραστος, ον φράζω
easy to speak or utter, Arist.