μικροκίνδυνος

From LSJ
Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροκίνδῡνος Medium diacritics: μικροκίνδυνος Low diacritics: μικροκίνδυνος Capitals: ΜΙΚΡΟΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: mikrokíndynos Transliteration B: mikrokindynos Transliteration C: mikrokindynos Beta Code: mikroki/ndunos

English (LSJ)

μικροκίνδυνον, exposing oneself to danger for trifles, opp. μεγαλοκίνδυνος, Id.EN1124b7.

German (Pape)

[Seite 184] sich um Kleinigkeiten in Gefahr wagend, Arist. eth. 4, 3, Gegensatz μεγαλοκίνδυνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court peu de danger.
Étymologie: μικρός, κίνδυνος.

Russian (Dvoretsky)

μῑκροκίνδῡνος: подвергающий себя опасностям из-за пустяков Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροκίνδῡνος: -ον, ὁ ἐκθέτων ἑαυτὸν εἰς κίνδυνον διὰ μηδαμινὰ πράγματα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεγαλοκίνδυνος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 23.

Greek Monolingual

μικροκίνδυνος, -ον (Α)
αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + κίνδυνος (πρβλ. ριψοκίνδυνος)].

Greek Monotonic

μῑκροκίνδῡνος: -ον, αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο για ασήμαντα πράγματα, σε Αριστ.

Middle Liddell

μῑκρο-κίνδῡνος, ον
exposing oneself to danger for trifles, Arist.