καλαμηφάγος
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
[φᾰ], ον, devouring reeds, i.e. cutting or trimming pens, Χάλυψ AP6.65.3 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 1306] Halme abfressend, abmähend, χάλυψ Paul. Sil. 51 (VI, 65).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange ou détruit le chaume, la paille.
Étymologie: καλάμη, φαγεῖν.
Greek Monolingual
καλαμηφάγος, -ον (Α)
αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι του σταριού («δρέπανον καλαμηφάγον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλαμη-χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. αόρ. ἔ-φαγ-ον του ἐσθίω), πρβλ. κρεατοφάγος, χορτοφάγος.
Greek Monotonic
κᾰλᾰμηφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που κατατρώει τα καλάμια, δηλ. τα θερίζει, τα κόβει, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλᾰμηφάγος: (φᾰ) пожирающий колосья (χάλυψ Anth.).
Middle Liddell
κᾰ˘λᾰμη-φάγος, ον φαγεῖν
devouring stalks, i.e. cutting them, Anth.