μετανάστιος

From LSJ
Revision as of 11:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετανάστιος Medium diacritics: μετανάστιος Low diacritics: μετανάστιος Capitals: ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΟΣ
Transliteration A: metanástios Transliteration B: metanastios Transliteration C: metanastios Beta Code: metana/stios

English (LSJ)

μετανάστιον, wandering, Nonn. D. 1.110; Νύμφαι AP9.814.

German (Pape)

[Seite 151] den μετανάστης betreffend, auswandernd, wegziehend; Νύμφαι μετανάστιοι, Ep. ad. (IX, 814); Nonn. D. 1, 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μετανάστης.
Étymologie: μετανάστης.

Russian (Dvoretsky)

μετανάστιος: выселившийся, переселившийся (Νύμφαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μετανάστιος: -ον, πλανώμενος, πλάνης, Νόνν. Δ. 1. 110· Νύμφαι Ἀνθ. Π. 9. 814.

Greek Monolingual

μετανάστιος, -ον (Α) μετανάστης
αυτός που περιπλανιέται από ένα μέρος σε άλλο, περιπλανώμενος, πλάνης.

Greek Monotonic

μετανάστιος: -ον, περιπλανώμενος, σε Ανθ.

Middle Liddell

μετανάστιος, ον [from μετανάστης
wandering, Anth.