ἄλσις
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀλδαίνω) growth, Did. ad D.13.32, Apollon.Lex. s.v. ἀλδαίνει, etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
crecimiento Apollon.Lex.277 s.u. ἀλδαίνει.
• Etimología: Cf. ἀλδαίνω.
German (Pape)
[Seite 110] ἡ (ἀλδαίνω), Wachsthum, Gedeihen, VLL.
Greek Monolingual
(I)
ἄλσις (-έως), η (Α) ἀλδαίνω
αύξηση, δυνάμωμα.
(II)
ἅλσις (-εως), η (Α) ἁλλομαι
άλμα, πήδημα.