θεοδήλητος
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
English (LSJ)
θεοδήλητον, by which the gods are injured, μιαιφονίη v.l. in AP9.157.
German (Pape)
[Seite 1195] = θεοβλαβής, μιαιφονία Ep. ad. 465 (IX, 157).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
envoyé comme un fléau par les dieux.
Étymologie: θεός, δηλέω.
Russian (Dvoretsky)
θεοδήλητος: оскорбляющий богов или насылаемый как бедствие богами (μιαιφονία Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θεοδήλητος: -ον, προερχόμενος ὡς τιμωρία ἐκ θεοῦ, μιαιφονία Ἀνθ. Π. 9. 157.
Greek Monolingual
θεοδήλητος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται ως τιμωρία από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -δήλητος (< δηλούμαι «καταστρέφω»), πρβλ. κεντροδήλητος, ξιφοδήλητος].
Greek Monotonic
θεοδήλητος: -ον (δηλέομαι), αυτός μέσω του οποίου πλήττονται, τραυματίζονται, φθείρονται οι θεοί, σε Ανθ. Π.
Middle Liddell
θεο-δήλητος, ον δηλέομαι
by which the gods are injured, Anth.