ἐπαναγορεύω

From LSJ
Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανᾰγορεύω Medium diacritics: ἐπαναγορεύω Low diacritics: επαναγορεύω Capitals: ΕΠΑΝΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: epanagoreúō Transliteration B: epanagoreuō Transliteration C: epanagoreyo Beta Code: e)panagoreu/w

English (LSJ)

proclaim publicly:—impers. in Pass., ἐπαναγορεύεται proclamation is made, Ar.Av.1071.

German (Pape)

[Seite 899] laut verkündigen, Ar. Av. 1071.

French (Bailly abrégé)

publier, proclamer hautement.
Étymologie: ἐπί, ἀναγορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναγορεύω: объявлять, оповещать, pass. быть объявляемым Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανᾰγορεύω: ἀναγορεύω, διακηρύττω δημοσίᾳ· - ἀπρόσωπ. ἐν τῷ Παθ. ἐπαναγορεύεται, γίνεται προκήρυξις, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1072.

Greek Monolingual

ἐπαναγορεύω (Α)
1. αναγορεύω, διακηρύσσω δημόσια
2. απρόσ. ἐπαναγορεύεται
γίνεται προκήρυξη («ἐπαναγορεύεται, ἤν ἀποκτείνη τις ὑμῶν Διαγόραν τὸν Μήλιον, λαμβάνειν τάλαντον», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐπανᾰγορεύω: διακηρύσσω δημόσια· απρόσ. στην Παθ. ἐπαναγορεύεται, γίνεται προκήρυξη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


to proclaim publicly:—impers. in Pass., ἐπαναγορεύεται proclamation is made, Ar.