σπαρνός
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
σπαρνή, σπαρνόν, poet. for σπανός, σπάνιος (rare, uncommon), A.Ag.556, Pl.Com.253, Call.Dian.19.
German (Pape)
[Seite 917] poet. statt σπανός, σπάνιος, selten, Aesch. Ag. 542 (von σπείρω?).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
clairsemé, rare, étroit.
Étymologie: R. Σπαρ, répandre ; cf. σπείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπαρνός -ή -όν poët. variant van σπάνιος.
Russian (Dvoretsky)
σπαρνός: редкий (παρήξεις Aesch.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. σπάνιος, αυτός που δεν συμβαίνει συχνά («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν», Καλλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιός, διεσπαρμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. σπείρω, σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σπαρ- του ρήματος (πρβλ. σπαρτός)].
Greek Monotonic
σπαρνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί σπανός, σπάνιος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
σπαρνός: -ή, -όν, ποιητικ. ἀντὶ σπανός, σπάνιος, Ἀσχύλ. Ἀγ. 556· - «ἀραιός, διεσπαρμένος» Ἡσύχ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: sparsely sown, scarce (A., Pl. Com., Call.).
Compounds: σπαρνο-πόλιος ὀλιγοπόλιος H. with a sprinkle of grey hairs (cf. σπαρτο-πόλιος s. σπείρω).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Poetic and rare verbaladj. to σπείρω (s. v.); opposite πυκνός, συχνός.
Middle Liddell
σπαρνός, ή, όν [poetic for σπανός, σπάνιος, Aesch.]
Frisk Etymology German
σπαρνός: {sparnós}
Meaning: dünngesät, spärlich (A., Pl. Kom., Kall.);
Composita: σπαρνοπόλιος· ὀλιγοπόλιος H. (vgl. σπαρτοπόλιος s. σπείρω).
Etymology: Poetisches und seltenes Verbaladj. zu σπείρω (s. d.); Gegensatz πυκνός, συχνός.
Page 2,758