προοικοδομέω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
build in front, πρὸ τῶν πύργων τριγώνους Ph.Bel. 84.13:—Pass., dub.in Luc.Alex.14.
German (Pape)
[Seite 737] vorbauen, vorherbauen, ἡ προῳκοδομημένη τοῦ χρηστηρίου πηγή Luc. Alex. 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 bâtir auparavant;
2 bâtir devant, gén..
Étymologie: πρό, οἰκοδομέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-οικοδομέω ervoor bouwen.
Russian (Dvoretsky)
προοικοδομέω: заранее или спереди строить, устраивать (ἡ προῳκοδομημένη πηγή Luc.).
Greek Monotonic
προοικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω από πριν, οικοδομώ εκ των προτέρων — Παθ., σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προοικοδομέω: οἰκοδομῶ πρότερον, Φίλων Βελοπ. 84. ― Παθ., Λουκ. Ἀλέξ. 14.