ἴθρις
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ὁ, eunuch, restored from Hsch. for ἴδρις in AP6.219 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1245] ὁ, der Verschnittene, VLL.; nach Casaub. conj. Antp. 27 (VI, 219).
Russian (Dvoretsky)
ἴθρις: εως ὁ скопец Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἴθρῐς: ὁ, εὐνοῦχος, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 175. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἴθρις· σπάδων, τομίας, εὐνοῦχος».
Greek Monolingual
ἴθρις, ὁ (Α)
ευνούχος, ευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἴθρις είναι παράλληλος τ. του ἔθρις, με τροπή του ε- σε ι- (πρβλ. ιδρύω). Ο τ. ἔθρις συνδέεται με αρχ. ινδ. vadhri- «ευνουχισμένος»].
Frisk Etymological English
See also: s. ἔθρις.
Frisk Etymology German
ἴθρις: {íthris}
See also: = ἔθρις, s. d.
Page 1,715