ἀξιάγαστος
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
English (LSJ)
[ᾰγ], ον, worth admiring, admirable, X.Lac.10.2, Ael. Fr.116, Jul.Or.6.190d.
Spanish (DGE)
-ον
admirable ἀξιάγαστον ... τὸ ἐπικουρῆσαι X.Lac.10.2, cf. Ael.Fr.116, Iul.Or.9.190d, Gr.Naz.M.36.93C.
German (Pape)
[Seite 269] bewundernswürdig, Xen. Lac. 10, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d'être admiré, admirable.
Étymologie: ἄξιος, ἄγαμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιάγαστος: достойный удивления, удивительный Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιάγαστος: -ον, ἄξιος θαυμασμοῦ, ἀξιοθαύμαστος, Ξεν. Λακ. 10. 2, Εὐσ. Μαρτ. ἐν Παλ. 11. 21. ― Ἐπίρρ. -τως, ἐκ τοῦ Ἰωσήπ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀξιάγαστος, -ον)
άξιος θαυμασμού, αξιοθαύμαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + αγαστός < αγάζομαι «θαυμάζω, λατρεύω»].