δυσνίκητος

From LSJ
Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσνῑ́κητος Medium diacritics: δυσνίκητος Low diacritics: δυσνίκητος Capitals: ΔΥΣΝΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: dysníkētos Transliteration B: dysnikētos Transliteration C: dysnikitos Beta Code: dusni/khtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, hard to conquer, ἔρως J.AJ18.1.6, cf. Plu.Comp.Pel.Marc.2, D.C.43.28.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): δυσνίκατος IGBulg.12.344.5 (Mesambria I a.C.)
1 difícil de doblegar τὸ φρονοῦν I.AI 18.269
difícil de derrotar militarmente, D.C.43.28.1
subst. τὸ δυσνίκητον = dificultad de vencer militarmente un general, Plu.Comp.Pel.Marc.2.
2 invencible Eros AP 5.179.9 (Mel.), Ἄδας IGBulg.l.c.
indoblegable, indómito δ. δὲ τοῦ ἐλευθέρου ἔρως I.AI 18.23 (cj. pero δυσκίνητος cód.), φύσις Plu.Alex.7, ἰσχύς Gal.5.29.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu besiegen; Plut. Pelop. 2 Marc. 2; ἔρως Mel. 52 (V, 179).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à vaincre.
Étymologie: δυσ-, νικάω.

Russian (Dvoretsky)

δυσνίκητος: (ῑ)
1 труднопобедимый (Πελοπίδας Plut.; ἔρως Anth.);
2 непреклонный (ἡ τοῦ Ἀλεξάνδρου φύσις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσνίκητος: [ῑ], -ον, δυσκατάβλητος, δυσκολονίκητος, Πλούτ. Συγκρ. Πελοπ. Μαρκ. 2.

Greek Monolingual

δυσνίκητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα νικιέται.

Greek Monotonic

δυσνίκητος: -ον (νῑκάω), δύσκολος να τον κατακτήσει κάποιος, δυσκολονίκητος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-νίκητος, ον [νῑκάω]
hard to conquer, Plut.