ἡμεροφύλαξ
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, = ἡμεροσκόπος, X.HG7.2.6, Ph.2.236, Ostr.Strassb.534.1 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1166] ακος, ὁ, Tagwächter, Xen. Hell. 7, 2, 6.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
garde ou sentinelle de jour.
Étymologie: ἡμέρα, φύλαξ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμεροφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ Xen. = ἡμεροσκόπος II.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμεροφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, = ἡμεροσκόπος, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 6.
Greek Monolingual
ἡμεροφύλαξ, ὁ (Α)
αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο ημεροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + φύλαξ.
Greek Monotonic
ἡμεροφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ= ἡμεροσκόπος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἡμερο-φῠ́λαξ, ακος, = ἡμεροσκόπος, Xen.]