καυλίας
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
English (LSJ)
-ου, ὁ, extracted from a stalk, ὀπός Thphr. HP 6.3.2, 9.1.7.
German (Pape)
[Seite 1407] ὁ, vom Stengel gemacht, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καυλίας: -ου, ὁ, ὁ παραγόμενος ἐκ καυλοῦ ὀπός, ὀπὸν δὲ διττὸν ἔχει τὸν μὲν ἀπὸ τοῦ καυλοῦ τὸν δὲ ἀπὸ τῆς ῥίζης, διὸ καλοῦσι τὸν μὲν καυλίαν τὸν δὲ ῥιζίαν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 2.
Greek Monolingual
καυλίας, ὁ (Α) καυλός
(για χυμό) αυτός που παράγεται από τον καυλό τών φυτών («ὀπόν... ἔχει, τὸν μὲν ἀπὸ τοῦ καυλοῦ τὸν δὲ ἀπὸ τῆς ρίζης, διὸ καλούσι τὸν μὲν καυλίαν τὸν δὲ ῥιζίαν», Θεόφρ.).