πεδοβάμων
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
[ᾱ], ον,gen. ονος, earth-walking, πτανά τε καὶ π.A.Ch.591 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 541] ονος, auf dem Erdboden schreitend, Aesch. Ch. 584, im Gegensatz der Vögel, πτηνά.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui marche sur le sol.
Étymologie: πέδον, βαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδοβᾱ́μων -ον [πέδον, βαίνω] Dor. op de grond lopend.
Russian (Dvoretsky)
πεδοβάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) ходящий по земле: πτανά τε καὶ πεδοβάμονα Aesch. летающие и наземные твари.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βαδίζει πάνω στο έδαφος της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων].
Greek Monotonic
πεδοβάμων: [ᾱ], -ον (βαίνω), αυτός που βαδίζει στη γη, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πεδοβάμων: [ᾱ], -ον, ονος, ὁ περιπατῶν ἐπὶ τῆς γῆς, πτανά τε καὶ πεδοβάμονα Αἰσχύλ. Χο. 591.