σπογγοτόμος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ὁ, one that cuts sponges from the rocks, Opp.H.2.436, 5.612, Sch.A.Supp. 408.
German (Pape)
[Seite 923] Schwämme unter dem Meere von den Felsen schneidend, Opp. Hal. 5, 612.
Greek (Liddell-Scott)
σπογγοτόμος: -ου, ὁ, ὁ κόπτων σπόγγους ἐκ τῶν βράχων, Ὀππ. Ἁλ. 2. 436., 5. 612, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκ. 412. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που κόβει σπόγγους από τον πυθμένα της θάλασσας, σφουγγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + -τόμος (< τόμος < τέμνω)].