βαθύνοος
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
βαθύνοον, contr. βαθύνους, βαθύνουν, of deep mind, Νέστωρ [Arist.] Pepl.9.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
à l'esprit profond.
Étymologie: βαθύς, νόος.
Russian (Dvoretsky)
βαθύνοος: стяж. βαθύνους 2 Anth. = βαθυμῆτα.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύνοος: συνῃρ. -νους, ουν, ἔχων βαθὺν νοῦν, Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 23 (Ἀποσπ. 13 Bgk.).
Greek Monotonic
βᾰθύνοος: συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει βαθιά και μεστή σκέψη, σε Ανθ.