ῥαιβοειδής
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ῥαιβοειδές, crooked-looking, Hp.Art.45, Mochl.1 (Sup.); cf. ῥοικοειδής.
German (Pape)
[Seite 832] ές, wie krumm, gebogen anzusehen, von krummer Art, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαιβοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ῥαιβόν, στρεβλός, στραβός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810, Μοχλ. 842, ἴδε Foës Oecon.· πρβλ. ῥοικοειδής.
Greek Monolingual
-ές, Α
ο όμοιος με ραιβό, αυτός που έχει ραιβό σχήμα, στρεβλός, στραβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, καμπύλος» + -ειδής].