λιπαρόθρονος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
λιπαρόθρονον, bright-throned, A.Eu.806, Lyr.Adesp.140.6, Aristonous 2.16.
German (Pape)
[Seite 50] mit glänzendem Sitze, ἐσχάραι, Aesch. Eum. 773, wo man beim Opferaltar auch den vom Fett der Opfer triefenden Sitz erklären kann; auch Stob. ecl. 1, 6, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au siège brillant.
Étymologie: λιπαρός, θρόνος.
Russian (Dvoretsky)
λῐπᾰρόθρονος: с блистающим седалищем (ἐσχάραι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰρόθρονος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν θρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 806, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 2. 174.
Greek Monolingual
λιπαρόθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό θρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + θρόνος.
Greek Monotonic
λῐπᾰρόθρονος: -ον, αυτός που έχει λαμπρό θρόνο, σε Αισχύλ.