ἀνενεργής
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ἀνενεργές, inefficacious, Thphr. HP 9.17.1, Dsc.2.111.
Spanish (DGE)
-ές
ineficaz τῶν φαρμάκων αἱ δυνάμεις Thphr.HP 9.17.1, cf. Dsc.2.111.
German (Pape)
[Seite 223] ές, unwirksam, unkräftig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενεργής: -ές, ὁ μὴ ἐνεργῶν, ἀδρανής, μὴ ὢν ἀποτελεσματικὸς, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 17, 1.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνενεργής)
1. ο μη ενεργητικός, αδρανής
2. ο μη αποτελεσματικός.