κνισοδιώκτης
From LSJ
English (LSJ)
κνισοδιώκτου, ὁ, Fat-hunter, name of a mouse, v.l. Batr. 232.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσοδῐώκτης: -ου, ὁ, ὁ διώκων, ἐπιζητῶν λίπος, ὄνομα μυὸς ἐν Βατραχομ. 235.
Greek Monolingual
κνισοδιώκτης, ὁ (Α)
(κωμική ονομασία μύγας) αυτός που επιζητεί το λίπος (Βατραχομ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + διώκτης (πρβλ. ιπποδιώκτης, ληστοδιώκτης)].
German (Pape)
ὁ, dem Bratengeruch nachgehend, Bratenriecher; so heißt in der Batrach. 234 eine Maus.