μοιχότροπος
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
μοιχότροπον, of the disposition or manners of an adulterer, Ar. Th.392.
German (Pape)
[Seite 199] von ehebrecherischen Sitten, ehebrecherischem Charakter, Ar. Th. 392.
Russian (Dvoretsky)
μοιχότροπος: распутный, развратный Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μοιχότροπος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς τρόπους ἢ τὴν διάθεσιν μοιχοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 392.
Greek Monolingual
μοιχότροπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ήθη και συμπεριφορά μοιχού ή διάθεση για μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + τρόπος.