πυριβήτης
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
πυριβήτου, poet. εω, ὁ, (βαίνω) standing over a fire, τρίπους Arat.983.
German (Pape)
[Seite 822] ὁ, der über dem Feuer Stehende, τρίπους, Arat. 983, vgl. ἐμπυριβήτης.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς ἱστάμενος, τρίπους Ἄρατ. 983· πρβλ. ἐμπυριβήτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που στέκεται στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βήτης (< θ. βη- του βαίνω, πρβλ. βῆμα), πρβλ. διαβήτης, εμπυριβήτης].